αποκαρτέρηση

αποκαρτέρηση
η
το χάσιμο της αντοχής στα δεινά, η απελπισία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκαρτέρηση — η (Α ἀποκαρτέρησις) εξάντληση της υπομονής, αποθάρρυνση αρχ. εκούσιος θάνατος από ασιτία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”